- αθέρας
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που ίδρυσαν γίνονταν μυστήρια αποκλειστικά από γυναίκες.IIΗμιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 217 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στα βόρεια της χερσονήσου Παλικής, πάνω στο ύψωμα Αθέρας από το οποίο έχει πάρει και το όνομά του. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας.IIIΤοπωνυμία του ελλαδικού χώρου.1. Οροσειρά της Ικαρίας. Οι κυριότερες κορυφές της είναι: Φάρδη (1.042 μ.), Μέλισσα (1.031 μ.), Ερυφή (1.026 μ.) και Υψωνάς (697 μ.). Στον Α. υπάρχουν ωραία άσπρα και γκρίζα μάρμαρα.2. Ακρωτήριο και όρμος της Κεφαλονιάς.3. Βουνό της Ζακύνθου (546 μ.).
Άποψη του όρμου Αθέρας της Κεφαλονιάς.
* * *(II)ο (Α ἀθήρ)1. το λεπτότατο και ακανθώδες μέρος τού σταχιού, άγανο, γένι2. αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων3. λεπτό και βελονοειδές ψαροκόκαλο, αγκάθινεοελλ.1. λεπτή σκόνη σιτηρών, άχνη2. το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος ενός πράγματος, αφρός, αφρόκρεμα «διάλεξες τον αθέρα!»3. (για πρόσωπα) ο άριστος σε κάποια ιδιότητα ή προτέρημααρχ.στον πληθ. οι αθέρεςσανός, άχυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *aņdher/ndher «αιχμή, κορυφή, άκρη», γεγονός που θα εξηγούσε και τη διτυπία ἀθήρ - ἀνθέριξ, ἀθερώδης - ἀνθερώδης, αν δεν πρόκειται, στη β' περίπτωση, για παρετυμολογική επίδραση από το ἄνθ-ος.ΠΑΡ. αθερίνηαρχ.ἀθερηίςνεοελλ.αθεριάζομαι.ΣΥΝΘ. αθερολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.